- υποκριτής
- ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [ὑποκρίνομαι]1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείταιαρχ.1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾱς ὑπείληφεν;», Λουκιαν.)3. αυτός που απαγγέλλει κάτι4. (κατ' επέκτ.) ραψωδός («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.